είντα

είντα
και είντας (Μ εἶντα)
1. τί («δεν ξεύρω είντα θέλουσι», «λογιάσετε είντα 'ναι η δύναμίς μου»)
2. πόσο μεγάλο, τί λογής («είντα κανίσκιν άσκημο μ' έχεις κανισκεμένη»)
3. πόσο, τί λογής («είντα κακή ξημέρωσε τούτη για μένα η μέρα»)
4. γιατί, για ποιό λόγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είντα < μσν. είντα < τείντα που προήλθε από τη φράση «τί είναι τα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γιάντα — (ερωτημ. μόριο που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις) γιατί, άραγε γιατί; [ΕΤΥΜΟΛ. < για + είντα* «τι»] …   Dictionary of Greek

  • εξαυτής — (AM ἐξαυτῆς και ἐξ αὐτῆς) (ως επίρρ.) μσν. νεοελλ. (με αντων.) ἀπὸ ἐξαυτῆς μου, σου κ.λπ. 1. από μένα («εἶντα θέλετε νὰ μάθετε ἀπ ἐξαυτῆς μου;») 2. από μόνος μου, με δική μου πρωτοβουλία («ἐγὼ ἀπὸ ξαυτῆς μου δὲν δύνομαι νὰ τὸν διώξω») αρχ. αμέσως …   Dictionary of Greek

  • κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • σίντα — και σύντα(ς) Ν (χρον. σύνδ.) όταν. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < σαν «όταν, μόλις» + είναι τα (πρβλ. είντα). Στην περίπτωση αυτή η σωστή γρφ. θα ήταν σείντα] …   Dictionary of Greek

  • όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”