γιάντα — (ερωτημ. μόριο που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις) γιατί, άραγε γιατί; [ΕΤΥΜΟΛ. < για + είντα* «τι»] … Dictionary of Greek
εξαυτής — (AM ἐξαυτῆς και ἐξ αὐτῆς) (ως επίρρ.) μσν. νεοελλ. (με αντων.) ἀπὸ ἐξαυτῆς μου, σου κ.λπ. 1. από μένα («εἶντα θέλετε νὰ μάθετε ἀπ ἐξαυτῆς μου;») 2. από μόνος μου, με δική μου πρωτοβουλία («ἐγὼ ἀπὸ ξαυτῆς μου δὲν δύνομαι νὰ τὸν διώξω») αρχ. αμέσως … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
σίντα — και σύντα(ς) Ν (χρον. σύνδ.) όταν. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < σαν «όταν, μόλις» + είναι τα (πρβλ. είντα). Στην περίπτωση αυτή η σωστή γρφ. θα ήταν σείντα] … Dictionary of Greek
όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… … Dictionary of Greek